- σκηνορράφος
- σκηνορράφοςsewing tentsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηνορράφος — ο, ΝΑ, και δ. γρφ. σκηνοράφος Α κατασκευαστής σκηνών, αντισκήνων, σκηνοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + ρράφος (< ῥάπτω), πρβλ. δολο ρράφος] … Dictionary of Greek
σκηνορράφον — σκηνορράφος sewing tents masc/fem acc sg σκηνορράφος sewing tents neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνορράφοι — σκηνορράφος sewing tents masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνορράφοις — σκηνορράφος sewing tents masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνορράφου — σκηνορράφος sewing tents masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνορράφων — σκηνορράφος sewing tents masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνορράφῳ — σκηνορράφος sewing tents masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνορραφία — η, Ν [σκηνορράφος] κατασκευή σκηνών, αντισκήνων … Dictionary of Greek
σκηνορραφείον — τὸ, Α [σκηνορράφος] εργαστήριο σκηνορράφου … Dictionary of Greek
σκηνορραφικός — ή, όν, Μ [σκηνορράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκηνορράφο … Dictionary of Greek